αληπασάδικος

αληπασάδικος
-η, -ο [Αλή-πασάς]
αυτός που αρμόζει στον Αλή-πασά, δηλ. βίαιος, αυθαίρετος, τυραννικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”